- επηχώ
- ἐπηχῶ, -έω (AM)1. αντηχώ, αντιλαλώ («κλαίουσι συνναύταις ἐμοῑς... ἐπήχει δ' ἄντρον», Ευρ.)2. κάνω κάτι να αντηχήσειαρχ.1. κραυγάζω2. αναφέρω κάτι σε κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Epicho — Επηχώ (Greek) Cihangir (Turkish) … Wikipedia
προσεπηχώ — έω, ΜΑ επαυξάνω τον ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπηχῶ «αντηχώ, κάνω κάτι να αντηχήσει»] … Dictionary of Greek
συνεπηχώ — έω, Α 1. ψάλλω μαζί ή από κοινού με άλλον, συνοδεύω κάποιον που τραγουδάει («ἐξήρχεν αὐτὸς παιᾱνα... oἱ δὲ θεοσεβῶς... συνεπήχησαν μεγάλῃ τῇ φωνῇ», Ξεν.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με κάποιον ή με κάτι 3. αντηχώ, αντιλαλώ («ὁ… … Dictionary of Greek